- κάμινος
- Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη συγκέντρωση της ηλιακής ενέργειας καθώς και δαυλοί πλάσματος. Το μεγαλύτερο μέρος των χημικών αντιδράσεων που αφορούν τις κυριότερες βιομηχανικές κατεργασίες επιτελείται με απορρόφηση θερμότητας, συχνά σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Συνεπώς, οι κ. αποτελούν μηχανήματα που έχουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη βιομηχανία. Το χαρακτηριστικό τμήμα όλων των κ. είναι o θάλαμος καύσης, όπου τοποθετούνται τα αντιδρώντα σώματα. Για να είναι ανθεκτικός στις υψηλές θερμοκρασίες, ο θάλαμος επενδύεται πάντα με πυρίμαχα υλικά, κυρίως με πλίνθους πυριτοαλουμινίου ή και γραφίτη, όταν πρόκειται για πιο υψηλές θερμοκρασίες.
κ. καύσης. Μια κοινή κατάταξη για τη διάκριση της μεγάλης ποικιλίας των κ. καύσης βασίζεται στο είδος του καυσίμου που χρησιμοποιείται για την επίτευξη της θέρμανσης, ενώ άλλη υποδιαιρεί τις κ. σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο που παράγεται και μεταδίδεται η θερμότητα στα αντιδρώντα σώματα.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι κ. άμεσης θέρμανσης ή μεικτού φορτίου, όπου τα σώματα μεταφέρονται στην κ. αναμειγμένα με το καύσιμο, συνήθως με άνθρακα. Με την καύση αναπτύσσεται η αναγκαία για την πορεία της αντίδρασης θερμότητα και παράγεται ένα ισχυρά αναγωγικό περιβάλλον. Ο τύπος αυτός χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα για την επεξεργασία των ορυκτών χαλκού και σιδήρου και έχει ως πλεονέκτημα τη σημαντική απλότητα της κατασκευής και τη σχεδόν ολοκληρωτική χρησιμοποίηση της θερμότητας. Εφαρμόζεται σε βιομηχανίες που παρακολουθούν πιο άμεσα την τεχνική πρόοδο. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι φρεατοειδείς κ., στις οποίες κατατάσσονται και οι υψικάμινοι της σιδηρουργικής βιομηχανίας, οι κ. διήθησης για την παραγωγή τσιμέντου από φυσικές αργιλασβέστους, οι κ. με υδατοχιτώνια (water-jacket, με διπλά τοιχώματα που ψύχονται με νερό), οι οποίες χρησιμοποιούνται στη μεταλλουργία του χαλκού, του μολύβδου και του νικελίου. Επίσης κ. άμεσης θέρμανσης είναι και οι κ. Χέρεσχοφ, όπου ο πυρήνας καίγεται και μετά πέφτει από έναν όροφο σε έναν κατώτερο χώρο με την ώθηση δικρανοτών αναδευτήρων. Οι εγκαταστάσεις αυτές μπορούν να φτάσουν και τους πέντε ορόφους (ύψος έως 3,5 μ.), με παραγωγή περίπου 3 τόνων το 24ωρο. Στον ίδιο τύπο ανήκουν επίσης οι διάφοροι μετατροπείς που χρησιμοποιούνται στη σιδηρουργία και στη μεταλλουργία του χαλκού και του νικελίου.
Στις περιπτώσεις που ο τύπος άμεσης θέρμανσης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, επειδή το υλικό που πρόκειται να υποστεί κατεργασία θα καταστρεφόταν από την άμεση επαφή του με τα προϊόντα της καύσης, χρησιμοποιούνται κ. θάλαμοι ή με δοχεία. Οι εγκαταστάσεις αυτές αποτελούνται βασικά από έναν τελείως κλειστό θάλαμο· η θέρμανση του υλικού γίνεται εξωτερικά με αγωγιμότητα μέσω των τοιχωμάτων. Τέτοιες κ. χρησιμοποιούνται κυρίως στη βιομηχανία γυαλιού και στην κεραμική. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι σωληνωτές κ. της βιομηχανίας πετρελαίου, όπου το υπό κατεργασία υγρό κυκλοφορεί σε κατάλληλους σωλήνες και θερμαίνεται από τα προϊόντα της καύσης. Σε όλες αυτές τις κ. η αναγκαία θερμότητα –για να υπάρχουν θερμοκρασίες ίσες με εκείνων των κ. της άμεσης καύσης– είναι φυσικά μεγαλύτερη εξαιτίας των απωλειών της μετάδοσης. Ενδιάμεσοι τύποιείναι οι κ. με έμμεση θέρμανση ή με ανάκλαση, οι οποίες συνήθως αποτελούνται από έναν σχετικά χαμηλό θάλαμο, στο δάπεδο του οποίου τοποθετούνται τα υλικά που θα αντιδράσουν. Η φλόγα παράγεται από τα καύσιμα και κατευθύνεται προς την οροφή, η οποία αντανακλά προς τις αντιδρώσες ουσίες ένα μεγάλο ποσοστό θερμότητας. Στην περίπτωση αυτή επιτυγχάνονται υψηλές θερμοκρασίες με σχετικά χαμηλή κατανάλωση καυσίμων και εμποδίζονται τα προϊόντα της καύσης να φτάσουν τις ουσίες που υφίστανται επεξεργασία. Σημαντικότερες εφαρμογές αυτής της κατηγορίας είναι οι κ. Μάρτεν-Ζίμενς, που χρησιμοποιούνται στη σιδηρουργία, και οι περιστροφικές κ. για την παραγωγή του τσιμέντου.
Οι κ. καύσης συνδέονται πάντοτε με αναγεννητές, με τους οποίους γίνεται εκμεταλλεύσιμη η θερμότητα των καπνών, όταν αυτοί εγκαταλείπουν τον θάλαμο καύσης.
ηλεκτρικές κ. Οι πρώτες κ. που χρησιμοποίησαν ως πηγή θερμότητας το ηλεκτρικό ρεύμα κατασκευάστηκαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. και εφάρμοσαν τη μέθοδο του τόξου ή της αντίστασης.
Οι κ. με τόξο εκμεταλλεύονται το φαινόμενο του βολταϊκού τόξου (κατά το οποίο παράγονται υψηλότατες θερμοκρασίες), δηλαδή την εξακολουθητική δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος μεταξύ δύο ηλεκτροδίων που είναι τοποθετημένα σε κάποια απόσταση και συνδέονται με μια πηγή ηλεκτρισμού. Η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί με έμμεσο ή με άμεσο τόξο: στην πρώτη περίπτωση το τόξο παράγεται μεταξύ δύο (μονοφασικών), τριών ή περισσότερων (τριφασικών ή πολυφασικών) ηλεκτροδίων σχεδόν οριζοντίων, τα οποία εισχωρούν από τις πλευρές της κ., ενώ το υλικό που πρέπει να λιώσει θερμαίνεται με την ακτινοβολία του τόξου και από την ανάκλαση της οροφής· οι κ. του δεύτερου τύπου (άμεσο τόξο) διακρίνονται σε κ. με αγώγιμο δάπεδο (τύπος Ζιρό), στις οποίες το τόξο αποκαθίσταται μεταξύ ενός ή περισσότερων ηλεκτροδίων, που εισχωρούν στην κ. από την οροφή, και του δαπέδου (συνήθως από γραφίτη), το οποίο συνδέεται με ένα ή περισσότερα ηλεκτρόδια της ίδιας φάσης και έτσι γίνεται αγώγιμο. Στη δεύτερη περίπτωση, με δάπεδο μη αγώγιμο (τύπος Χερού), το τόξο διέρχεται από ένα ηλεκτρόδιο στη μάζα προς τήξη και από αυτή σε άλλο ηλεκτρόδιο. Η ικανότητα και η ισχύς αυτών των τύπων κυμαίνονται από 6-8 τόνους και 2.000-3.000 kW αντίστοιχα μέχρι 150 τόνους και 35.000 kW.
Οι κ. με αντίσταση εκμεταλλεύονται αντίθετα τη θερμότητα που παράγεται στις αντιστάσεις, όταν διαρρέονται από ηλεκτρικό ρεύμα. Διακρίνονται σε κ. άμεσης θέρμανσης –όπου η αντίσταση αποτελείται από το ίδιο υλικό με αυτό που θέλουμε να θερμάνουμε– και έμμεσης θέρμανσης, όπου το ηλεκτρικό ρεύμα διαρρέει ειδικές αντιστάσεις και η θερμότητα μεταδίδεται με ακτινοβολία. Στις κ. αυτές δύσκολα υπερβαίνονται οι 900°C και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται για τήξη μετάλλων με χαμηλό σημείο τήξης ή για θερμικές κατεργασίες.
Τελευταία εφαρμόζονται οι κ. επαγωγής, με χαμηλή (< 60 Hz), μέση (περ. 500 Hz) και υψηλή (> 1.000 Hz) συχνότητα, οι οποίες εκμεταλλεύονται το φαινόμενο της ηλεκτρικής επαγωγής για να θερμάνουν ή να λιώσουν τα μέταλλα. Η λειτουργία τους, από ηλεκτρική άποψη, είναι όμοια με τη λειτουργία ενός μετασχηματιστή, του οποίου το δευτερεύον είναι βραχυκυκλωμένο. Οι τύποι χαμηλής συχνότητας χρησιμοποιούνται ευρέως στη μεταλλουργία του χαλκού, του ψευδαργύρου και του αλουμινίου. Αποτελούνται από έναν μαγνητικό πυρήνα, πάνω στον οποίο έχει περιτυλιχτεί το πρωτεύον. Το δευτερεύον αποτελεί το ίδιο το χωνευτήριο που περιέχει το προς τήξη μέταλλο (κ. Κγέλιν για υλικά υψηλής ειδικής αντίστασης) ή μία μοναδική σπείρα που συνδέεται με το χωνευτήριο (κ. Άζαξ για χαλκό και άλλα υλικά χαμηλής ειδικής αντίστασης).
Στους τύπους μέσης ή υψηλής συχνότητας δεν υπάρχει μαγνητικός πυρήνας και το χωνευτήριο περιβάλλεται από το περιτύλιγμα του επαγωγικού χωνίου. Οι κ. αυτοί παρουσιάζουν το μεγάλο πλεονέκτημα ότι επιδέχονται συστήματα ρύθμισης πολύ μεγάλης ακρίβειας, επιτρέποντας την επίτευξη θερμοκρασιών (ελεγχόμενων μεταξύ ελάχιστων ταλαντώσεων) που μπορούν να φτάσουν και να υπερβούν τους 1.600°C.
ηλιακές κ. Σύστημα κατόπτρων που συγκεντρώνει την ηλιακή ενέργεια σε ένα χωνευτήριο, όπου μπορούν να σημειωθούν θερμοκρασίες γύρω στους 4.000°C. Αν και παρουσιάζουν πλεονεκτήματα –η εγκατάστασή τους προβλέπεται σε ζώνες με μεγάλη ηλιοφάνεια–, η αδυναμία, σε κάθε περίπτωση, να υπολογιστεί με ακρίβεια η παραγωγικότητα και η γενική δυσχέρεια να ρυθμιστεί η θερμοκρασία καθιστούν τη χρήση τους πολύ περιορισμένη. Κ. αυτού του τύπου βρίσκονται στην εγκατάσταση του Οντέιγ-Φοντ–Ρομό (Πυρηναία), στο Μον Λουί (Πυρηναία), στο Νατίκ (ΗΠΑ) και στο Σεντάι (Ιαπωνία).
κ. πλάσματος. Οι μελέτες για τον σχηματισμό του πλάσματος (ιονισμένο αέριο σε υψηλότατη θερμοκρασία) οδήγησαν στην κατασκευή δαυλών πλάσματος, όπου επιτυγχάνονται θερμοκρασίες της τάξης των 10.000–20.000°C. Με αυτούς είναι δυνατόν να παρασκευαστούν μονοκρύσταλλοι, στους οποίους συγκαταλέγονται τα συνθετικά ρουμπίνια και οι συνθετικοί σάπφειροι, να παραχθούν ακτίνες λέιζερ και να λιώσουν σε λίγα δευτερόλεπτα δύστηκτα μέταλλα, όπως το μολυβδαίνιο, το νιόβιο, το ταντάλιο και το βανάδιο. Ο δαυλός πλάσματος χρησιμοποιείται ακόμα και στην πυρηνική βιομηχανία, στην αστροναυτική και στην κατασκευή διηπειρωτικών βλημάτων, γιατί με αυτόν είναι δυνατόν να καλυφθούν με πυρίμαχα οξείδια τα μέταλλα που θα υποβληθούν σε υψηλότατες θερμοκρασίες. Η χρήση του είναι ακόμα περιορισμένη, εξαιτίας του υψηλού κόστους των υλικών και των αναγκαίων συσκευών για να παραχθεί το πλάσμα.
χρήση των κ. Κάθε τύπος κ. εφαρμόζεται σε ορισμένη τεχνολογία, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά λειτουργίας και απόδοσης. Μέγιστη σημασία έχουν οι κ. που χρησιμοποιούνται στη σιδηρουργία, δηλαδή στο σύνολο των επεξεργασιών που επιτρέπουν να παραληφθούν σε βιομηχανική κλίμακα τα παράγωγα του σιδήρου, όπως o χυτοσίδηρος και ο χάλυβας. Τυπική για την παραγωγή του χυτοσιδήρου είναι η υψικάμινος, ο τύπος και οι διαστάσεις της οποίας καθορίζονται με βάση την πείρα και τις παραδόσεις που έχουν ζωή πολλών αιώνων. Μερικά παραδείγματα κ. αυτού του τύπου, φυσικά περιορισμένων διαστάσεων και με υλικό λειτουργίας τα ξύλα, είχαν εμφανιστεί περίπου το 1200. Οι σύγχρονες υψικάμινοι φτάνουν σε ύψος τα 40 μ. και έχουν διάμετρο περίπου 10 μ. Στην υψικάμινο τα μεταλλεύματα του σιδήρου φέρονται σε υψηλή θερμοκρασία μαζί με τον άνθρακα (ο οποίος ενεργεί ως αναγωγικό), ώστε τα οξείδια του σιδήρου που περιέχονται στο μετάλλευμα να μετατραπούν σε μεταλλικό σίδηρο. Ο θάλαμος καύσης της υψικαμίνου είναι τύπου δοχείου, αποτελείται δηλαδή από δύο κορμούς ενωμένους στη βάση τους. Ο χάλυβας παράγεται στο σύνολό του ύστερα από εξευγενισμό του χυτοσιδήρου. Ο εξευγενισμός αυτός συντελείται με απλή οξείδωση και μπορεί να πραγματοποιηθεί με τρεις διαφορετικούς τύπους: κ. μετατροπής, κ. Μαρτέν-Ζίμενς και ηλεκτρικές κ. Οι κ. μετατροπής είναι μεγάλα δοχεία με ωοειδές σχήμα, στα οποία εισάγεται ο λιωμένος χυτοσίδηρος. Στη συνέχεια διοχετεύεται στη λιωμένη μάζα πεπιεσμένος θερμός αέρας, o οποίος επιτελεί τη λειτουργία της αναγωγής. Οι κ. Μαρτέν-Ζίμενς είναι τύπου ανάκλασης: οι διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά κατασκευής τους μπορεί να διαφοροποιούνται, αλλά σε κάθε περίπτωση η τήξη γίνεται στο δάπεδο του θαλάμου και προκαλείται από εμφύσηση αερίων από ειδική συσκευή. Αν και η διαδικασία αυτή είναι πολύ πιο αργή από τη διαδικασία των μετατροπέων (12-15 ώρες προς 15 λεπτά), προτιμάται, επειδή επιτρέπει να ελέγχεται σε κάθε λεπτό η παραγωγή και να επιτυγχάνονται ισχυροί χάλυβες, με σταθερή και καθορισμένη σύνθεση.
Στις κατεργασίες με ηλεκτρικές κ. η ηλεκτρική ενέργεια χρησιμεύει μόνο για τη θέρμανση. Η εξάλειψη των ξένων στοιχείων γίνεται κυρίως με οξείδωση, χρησιμοποιώντας οξείδιο του σιδήρου. Οι χρησιμοποιούμενες κ. είναι του τύπου τόξου και επαγωγής, επειδή στις κ. αντίστασης δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Πολύ σημαντικές είναι επίσης οι κ. που χρησιμοποιούνται για τη διήθηση του ορυκτού άνθρακα από την οποία παρασκευάζεται το φωταέριο (γκάζι) και το κοκ.
Η διύλιση του ορυκτού άνθρακα συντελείται σε χαρακτηριστικές κ. θαλάμου, που αποτελούνται από μια σειρά χώρων από πυρίμαχο υλικό, ύψους 3-4 μ. και πλάτους περίπου 50 εκ. Αυτοί είναι συνδεδεμένοι με συστοιχία, 20-30, στους οποίους μεταφέρεται ο άνθρακας.
Από κάτω εμφυσάται o αναγκαίος αέρας για την καύση, ενώ από ανοίγματα που βρίσκονται στις οροφές εξάγεται το αέριο. Με όλες σχεδόν τις κ. αυτού του τύπου (Koppers) συνδέονται αναγεννητές, θάλαμοι με πυρίμαχο υλικό, στους οποίους κυκλοφορούν εναλλακτικά τα θερμά αέρια και o ψυχρός αέρας της καύσης.
Για τη διύλιση του ορυκτού άνθρακα χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι άνθρακα και αερίου (υδραέριο, αέριο από αέρα, μεικτό αέριο). Επίσης χρησιμοποιείται και το αεριογόνο, κυλινδρική κάθετη κ. επενδεδυμένη εσωτερικά με πυρίμαχο υλικό, που έχει στον πυθμένα της μια σχάρα, στην οποία στηρίζεται ο άνθρακας και κάτω από την οποία εισάγεται ο αέρας και ο ατμός που είναι αναγκαίοι. Στο επάνω μέρος είναι εφοδιασμένη με μια σχάρα φόρτωσης για τον άνθρακα.
Ακόμα και η βιομηχανία τούβλων χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό κ. συνεχούς λειτουργίας. Βασική σε αυτό τον τομέα είναι η κ. Χόφμαν, που καλείται επίσης κ. κινητής εστίας. Πρόκειται για μια κ. με θάλαμο κυκλικής ή ελλειπτικής διατομής, η οποία είναι εφοδιασμένη με μια σειρά ανοιγμάτων με τον εξωτερικό χώρο για τη φόρτωση των τεμαχίων που θα ψηθούν. Οι θάλαμοι επικοινωνούν μεταξύ τους. Ένας από αυτούς είναι ανοιχτός για την εισαγωγή της πρώτης ύλης. Σε έναν άλλο θάλαμο, σε κατάλληλη απόσταση από τον πρώτο, υπάρχει η φλόγα για το ψήσιμο. Ο εξωτερικός αέρας που εισάγεται από την καπνοδόχο εισέρχεται από την ανοιχτή πόρτα και θερμαίνεται, καθώς διασχίζει τους επόμενους
θαλάμους, ώσπου να φτάσει στον θάλαμο καύσης. Τα καιγόμενα αέρια ακολουθούν τον δρόμο τους, προθερμαίνοντας την πρώτη ύλη που βρίσκεται στους θαλάμους. Όταν ολοκληρωθεί το ψήσιμο, η φλόγα μετατίθεται στον επόμενο θάλαμο και η διαδικασία συνεχίζεται ώσπου να τελειώσουν όλοι.
Στις βιομηχανίες τούβλων χρησιμοποιείται η κ. με σήραγγα ή με διώρυγα με σταθερή φλόγα. Πρόκειται για μια σήραγγα, η οποία διατρέχεται από τροχιές, πάνω στις οποίες μετακινούνται φορεία που φέρουν υλικά για ψήσιμο. Η φλόγα υπάρχει στο ένα άκρο της σήραγγας και τα θερμά αέρια διασχίζουν κατά την αντίθετη φορά τα τεμάχια που προθερμαίνουν.
Μία ακόμη πιο σημαντική βιομηχανία, αυτή του τσιμέντου, χρησιμοποιεί κ. Πολύ διαδεδομένη λόγω της πρακτικότητας και της απόδοσής της είναι πλέον η περιστρεφόμενη κ., ένας μεγάλος σωλήνας μήκους έως 100 μ., με διάμετρο 2-3 μ., επενδεδυμένος εσωτερικά με πυρίμαχο υλικό και με μια ελαφριά κλίση ως προς την οριζόντια. Ο σωλήνας αυτός έχει αργή κίνηση περιστροφής. Το υλικό που προορίζεται να ψηθεί (ακατέργαστο τσιμέντο) εισάγεται στο ανώτερο στόμιο, ενώ από το άλλο στόμιο βρίσκεται ο καυστήρας πετρελαίου ή αερίου. Με την αργή περιστροφή της κ. το υλικό κατέρχεται σταδιακά προς το κατώτατο στόμιο, συναντώντας τα αέρια της καύσης. Μετά το ψήσιμο, το τσιμέντο έχει τη μορφή συμπαγών τεμαχίων (Κλίνγκερ), τα οποία θρυμματίζονται και κονιοποιούνται. Στις κ. που αναφέρθηκαν έχουν γίνει οι αναγκαίες μετατροπές για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των διαφόρων κατεργασιών και χρησιμοποιούνται ακόμα και στις βιομηχανίες των μη σιδηρούχων μετάλλων, της υάλου, της ασβέστου, της κεραμικής, για την αρτοποιία και για άλλες χρήσεις.
Υψικάμινος εργοστασίου παραγωγής άνθρακα στις ΗΠΑ (φωτ. ΑΠΕ).
Η κάμινος με πλάσμα φτάνει τους 20.0001396991858C με τη χρήση, για τη λειτουργία της, αερίου ισχυρώς ιονισμένου· χρησιμοποιείται στην αεροναυτική βιομηχανία.
Κάμινος ασβεστοποιίας με ξύλα ή με κάρβουνο.
Μία ηλεκτρική κάμινος με τόξο, για την επεξεργασία ειδικών και κανονικών χαλύβων.
Μία περιστρεφόμενη κάμινος, η οποία λειτουργεί με καυστήρα πετρελαίου ή αερίου για την παραγωγή τσιμέντου.
Συστοιχία καμίνων για τη διύλιση του άνθρακα.
Κάμινος από πυρίμαχο υλικό για βιοτεχνική επεξεργασία γυαλιού, μία μέθοδος επεξεργασίας που χρησιμοποιείται από τα πανάρχαια χρόνια.
* * *η (AM κάμινος)περίκλειστος χώρος στο εσωτερικό τού οποίου θερμαίνονται υλικά σε υψηλή θερμοκρασία προκειμένου να υποστούν φυσική ή χημική αλλοίωση, καμίνι («ἑλκύσαντες δὲ πλίνθους ἱκανὰς ὤπτησαν αὐτὰς ἐν καμίνοισι» Ηρόδ.)μσν.νεκρική πυράαρχ.1. κλίβανος, φούρνος για ψήσιμο κρεάτων κ.λπ.2. κτιστή θερμάστρα για τη θέρμανση δωματίου3. νυφικός θάλαμος, παστάδα4. παροιμ. «κάμινος οὐκ ἄνθρωπος» — γι' αυτόν που τρώει πολύ ζεστά φαγητά5. παροιμ. «κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι» — για μέθυσο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ., αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. συσχετίστηκε προς το καμάρα. Τη λ. κάμινος δανείστηκε η λατ. με τη μορφή caminus.ΠΑΡ. καμινεύω, καμίνι (AM -ιον)αρχ.καμιναίος, καμίνιος, καμινίων, καμινόθεν, καμινώ, καμινώδηςαρχ.-μσν.καμινιαίοςμσν.- νεοελλ.καμινάρηςνεοελλ.καμινάδα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καμινογραφία, καμινοκαύστης μσν. καμινοβίγλια. (Β' συνθετικό) αρχ. ηλιοκάμινος, πισσοκάμινοςνεοελλ.ανθρακοκάμινος, ασβεστοκάμινος, γυψοκάμινος, κεραμοκάμινος, πυριτοκάμινος, υψικάμινος, φλογοκάμινος, φρεατοκάμινος].
Dictionary of Greek. 2013.